- αποπλήρωση
- η (Μ ἀποπλήρωση, Α ἀποπλήρωσις)καταπράυνση, ικανοποίησηαρχ.εκπλήρωση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀποπληρώσῃ — ἀποπληρώσηι , ἀποπλήρωσις filling fem dat sg (epic) ἀποπληρόω fill up aor subj mid 2nd sg ἀποπληρόω fill up aor subj act 3rd sg ἀποπληρόω fill up fut ind mid 2nd sg ἀ̱ποπληρώσῃ , ἀποπληρόω fill up futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀ̱ποπληρώσῃ … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)